κάβαισος

κάβαισος

κάβαισος, unersättlich, VLL. Von κάβος, Poll. 6, 43.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κάβαισος — κάβαισος, ὁ (Α) αδηφάγος, άπληστος, λαίμαργος σύντροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κάβαισος, η οποία απαντά και ως ανθρωπωνύμιο, θεωρήθηκε από τους αρχαίους γραμματικούς σύνθετη από τα κάβος και αἶσα (πρβλ. Ἀγόρ αισος). Την άποψη όμως αυτή θέτει εν αμφιβόλω… …   Dictionary of Greek

  • κάβαισος — gluttonous fellow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάβαισον — κάβαισος gluttonous fellow masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”