- κάμμαρος
κάμμαρος, ὁ, auch κάμαρος u. κάμμορος geschrieben, eine Krebsart (vgl. cammarus, Hummer), Ath. VII, 306 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάμμαρος, ὁ, auch κάμαρος u. κάμμορος geschrieben, eine Krebsart (vgl. cammarus, Hummer), Ath. VII, 306 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάμμαρος — και κόμμαρος και κόμμορος ὁ (Α) είδος μεγάλης γαρίδας, αστακού 2. κάμαρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < IE *kәmr > καμαρ > κάμμαρ ος (με εκφραστικό διπλασιασμό) πρβλ. νορβ. cammore, αρχ. άνω γερμ. Hummer «αστακός». Ο μακεδονικός τ. κόμ(μ)αρος με τροπή… … Dictionary of Greek
κάμμαρος — lobster masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμμάροις — κάμμαρος lobster masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμμάρου — κάμμαρος lobster masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμμάρους — κάμμαρος lobster masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμμάρων — κάμμαρος lobster masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμμάρῳ — κάμμαρος lobster masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμμαροι — κάμμαρος lobster masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμμαρον — κάμμαρος lobster masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμαρος — και κάμμαρος, ὁ (Α) 1. είδος τού φυτού ακόνιτο 2. το φυτό δελφίνιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. hemera «ελλέβορος», ρωσ. čemerica με την ίδια σημ., λιθουαν. kemėras «ρίγανη». Μαρτυρείται και γραφή κάμμαρος, η οποία … Dictionary of Greek
καμμαρίς — καμμαρίς, ίδος ἡ (Α) (θηλ. τού κάμμαρος) είδος γαρίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κάμμαρος] … Dictionary of Greek