κάνιστρον

κάνιστρον

κάνιστρον, τό, = κάναστρον, τυροῦ, im Liede bei Ath. VIII, 360 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κάνιστρον — wicker basket neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • кайстра — мешочек , смол. (Добровольский); сума, сумка , зап. (Даль), также кастра, курск. (Даль), польск. tajstra, диал. kajstra (Брюкнер 564), чеш. tanystra мешок, сумка, котомка . Из лат. canistrum; см. Мi. ЕW 109. Формы на t можно объяснить дистантной… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • κάνασθον — κάνασθον, τὸ (Α) επιγρ. αντί κάνιστρον*, πανέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάννα. Δυσερμήνευτη η κατάλ. σθον, που απαντά μόνο στο παρόν ουσιαστικό] …   Dictionary of Greek

  • κάνιστρο — και κανίστρι, το (Α κάνιστρον και κάνιτρον και κάναστρον και κάνυστρον και κάναυστρον) ευρύ και αβαθές καλάθι πλεγμένο από καλάμι ή λυγαριά, κανίσκι, πανέρι αρχ. πήλινο αγγείο, πινάκιο με σχήμα κανίστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον με καταλ. δηλωτικές… …   Dictionary of Greek

  • μασχάλιον — και μασχάλινον, τὸ (Α) [μασχάλη] (κατά τον Ησύχ.) «κάνιστρον ἐκ φύλλων φοίνικος» …   Dictionary of Greek

  • ολβάχιον — ὀλβάχιον και ὀλβάχνιον και ὄλεχον, τό, και ὀλβακήϊα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πλεονάζουσι δὲ τὸ β Συρακούσιοι ὡς ἐπὶ τοῡ ὀλβάχνιον, ὀλάχνιον γάρ ἐστι τὸ ἀπαθὲς τὸ τὰς οὐλὰς ἔχον σημαίνει δὲ τὸ κανοῡν (κάνιστρον) ἐν ᾧ ἀπετίθεντο τὰς οὐλάς». [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”