κάμαρος

κάμαρος

κάμαρος, , = κάμμαρος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κάμαρος — και κάμμαρος, ὁ (Α) 1. είδος τού φυτού ακόνιτο 2. το φυτό δελφίνιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. hemera «ελλέβορος», ρωσ. čemerica με την ίδια σημ., λιθουαν. kemėras «ρίγανη». Μαρτυρείται και γραφή κάμμαρος, η οποία …   Dictionary of Greek

  • καμαρός — καμαρός, ά, όν (Α) ασφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. πιθ. καρικής προελεύσεως. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • καμάρων — κάμαρος masc gen pl καμαρόω furnish with a vault imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) καμαρόω furnish with a vault imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάρῳ — κάμαρος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμαροι — κάμαρος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμαρον — κάμαρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμμαρος — και κόμμαρος και κόμμορος ὁ (Α) είδος μεγάλης γαρίδας, αστακού 2. κάμαρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < IE *kәmr > καμαρ > κάμμαρ ος (με εκφραστικό διπλασιασμό) πρβλ. νορβ. cammore, αρχ. άνω γερμ. Hummer «αστακός». Ο μακεδονικός τ. κόμ(μ)αρος με τροπή… …   Dictionary of Greek

  • κάμμορον — κάμμορον, τὸ (Α) 1. ψυκτικό φάρμακο 2. ποικιλία τού φυτού κάμαρος* 3. κώνειο*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κάμαρος] …   Dictionary of Greek

  • καμαρῶν — καμάρα anything with an arched cover fem gen pl (ionic) καμαρός fem gen pl καμαρός masc/neut gen pl καμαρόω furnish with a vault pres part act masc voc sg (doric aeolic) καμαρόω furnish with a vault pres part act neut nom/voc/acc sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • чемер — головная боль, боль в животе, пояснице; болезнь лошадей , чемерица, чемера одуряющий табак из багуна , укр. чемiр спазм живота , чемериця чемерица , чемерник, чемеруха, чемер лошадиная болезнь , блр. чемер – то же, др. русск. чемеръ ἰός (ХII в.) …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • πρωτοκάμαρος — ον, Α αυτός που κατέχει την πρώτη κάμαρα ή τον πρώτο θόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + κάμαρος (< καμάρα «θόλος, τοξοειδής αψίδα»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”