- κάκ-οσμος
κάκ-οσμος, übelriechend; οὐράνη Aesch. frg. 15; Ar. Pax 38.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάκ-οσμος, übelriechend; οὐράνη Aesch. frg. 15; Ar. Pax 38.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύοσμος — και πολύοδμος, ον, Α αυτός που αναδίδει πολλές οσμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + οσμος (< ὀσμή / ὀδμή), πρβλ. κάκ οσμος] … Dictionary of Greek
κάκοσμος — η, ο (Α κάκοσμος, ον) αυτός που αναδίδει κακή οσμή, δυσώδης, δύσοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + οσμος (< ὀσμή), πρβλ. δείν οσμος, ηδύ οσμος] … Dictionary of Greek