- ζάειρα
ζάειρα, nach Phot. ἐπιβόλιον κατὰ τῶν ὤμων φερόμενον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζάειρα, nach Phot. ἐπιβόλιον κατὰ τῶν ὤμων φερόμενον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζάειρα — ζάειρα, ἡ (Α) (κατά τον Φώτ.) «ἐπιβόλιον κατὰ τῶν ὤμων φερόμενον» … Dictionary of Greek