πτερίδιος

πτερίδιος

πτερίδιος, = Folgdm, E. M


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πτερίδιος — feathered masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερίδιος — α, ο / πτερίδιος, ία, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πτερίδιο βοτ. 1. γένος ροδοφυκών τών θερμών και εύκρατων θαλασσών που ανήκει στην οικογένεια δελεσσεριίδες 2. γένος πτεριδοφύτων που ανήκει στην οικογένεια πολυποδιίδες αρχ. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • πτερίδιον — πτερίδιος feathered masc acc sg πτερίδιος feathered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”