- κάνυστρον
κάνυστρον, τό, = κάνιστρον, Poll. 10, 86.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάνυστρον, τό, = κάνιστρον, Poll. 10, 86.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάνυστρον — κάνυστρον, τὸ (Α) κάναστρον*, κάνιστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον «είδος καλαθιού» + κατάλ. υστρον (πρβλ. ήν υστρον)] … Dictionary of Greek
κάνιστρο — και κανίστρι, το (Α κάνιστρον και κάνιτρον και κάναστρον και κάνυστρον και κάναυστρον) ευρύ και αβαθές καλάθι πλεγμένο από καλάμι ή λυγαριά, κανίσκι, πανέρι αρχ. πήλινο αγγείο, πινάκιο με σχήμα κανίστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον με καταλ. δηλωτικές… … Dictionary of Greek
κάννα — και κάννη, η (AM κάννα και κάννη) νεοελλ. 1. (συνηθέστ. στον τ. κάννη) ο χαλύβδινος σωλήνας τουφεκιού, πιστολιού κ.λπ. μέσα από τον οποίο περνά και εξακοντίζεται το βλήμα 2. βοτ. γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια καννίδες μσν. μέτρο ύψους… … Dictionary of Greek