κάμπιμος

κάμπιμος

κάμπιμος, gebogen, krumm, δρόμους πολλοὺς ἐξέπλησα καμπίμους Eur. I. T. 81.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κάμπιμος — και κάμπιος και κάμπειος, η, ον (Α) [καμπή] αυτός που κάμπτεται, που έχει καμπή ή καμπές, στροφές, στριψίματα, πολύστροφος …   Dictionary of Greek

  • καμπίμους — κάμπιμος bent masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμπειος — α, ο βλ. κάμπιμος …   Dictionary of Greek

  • κάμπιος — κάμπιος, ον (Α) βλ. κάμπιμος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”