- κάμπτρα
κάμπτρα, ἡ, = κάμψα, Sp.; auch καμπτρίον, vielleicht dim. dazu, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάμπτρα, ἡ, = κάμψα, Sp.; auch καμπτρίον, vielleicht dim. dazu, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάμπτρα — κάμπτρᾱ , κάμπτρα case fem nom/voc/acc dual κάμπτρᾱ , κάμπτρα case fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κάμπτρον turningpoint neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμπτρα — κάμπτρα, ἡ (Α) επιγρ. κάμψα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κάμψα*, πιθ. κατά παρετυμολογική σύνδεση με λ. όπως κάμπτω, κάμπτρον, καμπτήρ κ.λπ.] … Dictionary of Greek
κάμπτρας — κάμπτρᾱς , κάμπτρα case fem acc pl κάμπτρᾱς , κάμπτρα case fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμπτρον — κάμπτρον, τὸ (Α) (γλώσσ.) 1. το σημείο τής στροφής στον ιππόδρομο, νύσσα, καμπτήρ 2. κάμπτρα*, κάμψα*, θήκη, σάκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπτω. Με τη σημασία «θήκη», άλλος τ. τού κάμπτρα*] … Dictionary of Greek
καμπτρίον — καμπτρίον, τὸ (AM) (υποκορ. τού κάμπτρα*) κιβώτιο, μικρή θήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπτρα + υποκορ. κατάλ. ίον, πρβλ. παιδ ίον, τρυβλ ίον] … Dictionary of Greek
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
καμπτρίτσιν — καμπτρίτσιν, τὸ (Μ) μικρή θήκη όπου φυλάσσονταν άγια λείψανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπτρα + μεσαιων. υποκορ. κατάλ. ίτσιν, πρβλ. καλο γερ ίτσιν, καμηλαυχ ίτσιν] … Dictionary of Greek
καμπτροποιός — καμπτροποιός, ὁ (Α) (γλώσσ.) αυτός που κατασκευάζει καλάθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπτρα + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. βροχο ποιός, επιπλο ποιός] … Dictionary of Greek
καμπτροφόρος — καμπτροφόρος, ὁ (Α) δούλος που κρατά τη θήκη, τη σάκα με τα βιβλία τών παιδιών, θυλακοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπτρα + φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, πυρ φόρος] … Dictionary of Greek