κάψα

κάψα

κάψα, , Kapsel, VLL. erkl. κίστη, ϑήκη.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κάψα — Όρος που χρησιμοποιείται σε διάφορες επιστήμες και έχει την έννοια της θήκης, του στερεού περιβλήματος. (Ανατ.) Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα περιβλήματα του οργανισμού, όπως των νεφρών, της καρωτίδας, της αμυγδαλής, των αρθρώσεων κ.ά.… …   Dictionary of Greek

  • κάψα — I (λ. λατ.), θήκη, δοχείο. II καύσωνας, πυρετός, ζέστη: Από την κάψα ξεράθηκαν τα λουλούδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάψα — κάπτω gulp down aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καψά, μονή — Διαλυμένο μοναστήρι Δ του ακρωτηρίου Γούδουρου, στη Σητεία της Κρήτης. Ιδρύθηκε στις αρχές του 15ου αι. και ήταν αφιερωμένο στο Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Στο τέλος του ίδιου αιώνα ερημώθηκε από τις επιδρομές των Τούρκων και τη συντήρησή του… …   Dictionary of Greek

  • Μονή Κάψα — Οικισμός (4 κάτ.), του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρύ Γιαλού …   Dictionary of Greek

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek

  • κάμψα — Αρχαία μικρή πόλη στη δυτική ακτή της Χαλκιδικής. Από εκεί πέρασε ο στόλος του Ξέρξη κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του προς την Ελλάδα. Ίσως ονομαζόταν και Καναστραία. Έχουν διασωθεί ασημένια νομίσματα του 480 π.Χ. Αναφέρεται επίσης και ως… …   Dictionary of Greek

  • καψικός — ή, ό 1. αυτός που μοιάζει με κάψα, με θήκη 2. το ουδ. ως ουσ. το καψικό α) το φυτό πιπεριά β) το σφοδρό ψύχος που κατακαίει τους τρυφερούς βλαστούς, η παγωνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< κάψα (I). Με τη σημ. 2. < κάψα (II)] …   Dictionary of Greek

  • κρίνος — Κοινή ονομασία φυτών του γένους Lilium της οικογένειας των λιλιιδών ή λειριιδών (μονοκoτυλήδονα). Πρόκειται για βολβόρριζες πόες, οι βολβοί των οποίων χαρακτηρίζονται από την ανοιχτή κατασκευή τους. Από τον βολβό φύεται ένας μοναδικός ασχιδής… …   Dictionary of Greek

  • κρεμμύδι — Λαχανικό της οικογένειας alliaceae, γνωστό με την επιστημονική ονομασία Allium cepa. Πρόκειται για μονοκοτυλήδονη αειθαλή πόα, που μπορεί να φθάσει σε ύψος τα 60 εκ. Ανθοφορεί από τον Ιούνιο έως τον Ιούλιο και τα άνθη της είναι ερμαφρόδιτα και… …   Dictionary of Greek

  • λινάρι — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Linum, της οικογένειας των λινιδών, της τάξης των γερανιιδών. Το γένος αυτό περιλαμβάνει περίπου 230 είδη. Πρόκειται για ποώδη, ασιατικής καταγωγής φυτά, μονοετή ή πολυετή, ανάλογα με την περιοχή όπου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”