- κάτ-οψις
κάτ-οψις, ἡ, das Ansehen, der Anblick, Epicur.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάτ-οψις, ἡ, das Ansehen, der Anblick, Epicur.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όψη — η (ΑΜ ὄψις) 1. το εξωτερικό μέρος προσώπου ή πράγματος, αυτό που κατ εξοχήν φαίνεται, η επιφάνεια (α. «η όψη τού υφάσματος» β. «δῶρον, οὐ σπουδαῑον εἰς ὄψιν», Σοφ.) 2. πρόσωπο, έκφραση, θωριά, φυσιογνωμία (α. «γελαστή όψη» β. «ὄψιν τέρειναν τήνδ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
MYRRHA — I. MYRRHA Graece μυῤῤὶς, herba est, simillima cicutae, caule foliique et folre, minor tantum et exilior, cibo non insuavis, Plin. l. 24. c. 16. sic dicta, διὰ τὸ μυρίζον καὶ ἐυῷδες, ob suavem eius fragrantiam, quam radice praefert. Dioscorides,… … Hofmann J. Lexicon universale
δημόσιος — ια και ία, ιο (AM δημόσιος, ία, ον Α και δαμόσιος, ία, ον) I.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό, στο κοινό, ο κοινός (σε αντίθεση με τον ιδιωτικό) («δημόσια βιβλιοθήκη», «δημοσίας συνεισφοράς», «ἱερὰ τὰ δημόσια») 2. αυτός που ανήκει στο… … Dictionary of Greek
κάκοψις — κάκοψις, ιδος, η (Α) 1. αυτή που έχει περιορισμένη οπτική ικανότητα, η μύωψ 2. αυτή που δεν έχει ευχάριστη όψη, άσχημη 3. (κατ επέκτ.) δυσοίωνη, απαίσια, γρουσούζικη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ὄψις] … Dictionary of Greek
νηοψία — η 1. έρευνα που διενεργείται σε καιρό πολέμου από πολεμικό σκάφος μιας εμπόλεμης χώρας σε εμπορικό πλοίο και με την οποία ελέγχεται ο εχθρικός ή μη χαρακτήρας τού σκάφους και τού φορτίου του 2. έλεγχος που γίνεται σε πλοία ή αεροπλάνα σε… … Dictionary of Greek
οψ — (Ops). Αρχαιότατη ρωμαϊκή θεότητα, σαβινικής προέλευσης, προσωποποίηση της ιδέας της αφθονίας, της ευημερίας και της γονιμότητας της γης. Στα κατοπινά χρόνια ταυτίστηκε με τη Ρέα και θεωρήθηκε σύζυγος του Κρόνου και μητέρα της Κυβέλης. Συνδέθηκε… … Dictionary of Greek
πανόψιος — ον 1. ο ορατός από όλους («αὐτὴ δὲ πανόψιον ἔγχος ἑλοῡσα», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που βλέπει τα πάντα («πανόψιον ὄμμα προσώπου», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὄψις (πρβλ. κατ όψιος)] … Dictionary of Greek
όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… … Dictionary of Greek