κάτ-οφρυς

κάτ-οφρυς

κάτ-οφρυς, mit herunterhangenden Augenbrauen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οφρύς — η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς) 1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι 2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • κάτοφρυς — κάτοφρυς, όφρυος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που έχει κατεβασμένα τα φρύδια, συνοφρυωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οφρυς (< ὀφρῦς «φρύδι»), πρβλ. έν οφρυς, σύν οφρυς] …   Dictionary of Greek

  • χέρι — Το ακρότατο τμήμα του επάνω άκρου· ο σκελετός του αποτελείται από 27 οστά, 8 από τα οποία (ονομάζονται μικρά οστά του χ. ή καρπός), βρίσκονται διατεταγμένα σε δυο σειρές και συμμετέχουν από τη μια μεριά στην άρθρωση του καρπού, ενώ από την άλλη… …   Dictionary of Greek

  • Όθρυς — Όρος (1.726 μ.) της Ανατολικής Στερεάς που τη χωρίζει από τη Θεσσαλία. Εκτείνεται με μορφή οροσειράς κατά μήκος κυρίως των ορίων του νομού Φθιώτιδος με τον νομό Μαγνησίας αποτελώντας τον υδροκρίτη τους. Η κατεύθυνση της είναι από τα Δ προς τα Α.… …   Dictionary of Greek

  • οφρυούμαι — ὀφρυοῡμαι, όομαι (Α) [οφρύς] 1. ανασηκώνω τα φρύδια 2. (κατ επέκτ.) φέρομαι αλαζονικά, υπερηφανεύομαι …   Dictionary of Greek

  • οφρυώδης — ὀφρυώδης, ῶδες (Α) [οφρύς] 1. αυτός που έχει προεξοχές οι οποίες μοιάζουν με φρύδι («ὀφρυώδεις κοιλότητες», Γαλ.) 2. (κατ επέκτ.) υπερόπτης, αλαζόνας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”