- πρό-χειλος
πρό-χειλος, mit vorstehenden Lippen, Luc. Navig. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρό-χειλος, mit vorstehenden Lippen, Luc. Navig. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρόχειλος — η, ο / πρόχειλος, ον, ΝΑ αυτός που έχει προχειλία, που τα χείλη του προεξέχουν, ο χειλάς («προχείλους καὶ πλατύρρινας γεννᾱσθαι», Στράβ.) αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πρόχειλα τα προεξέχοντα σημεία τών χειλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χειλος… … Dictionary of Greek
προχειλίδιον — τὸ, Α το μέρος τού χείλους που προεξέχει. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χεῖλος + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. περιτραχηλ ίδιον)] … Dictionary of Greek
προχειλής — ές, Α ο πρόχειλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χειλής (< χεῖλος), πρβλ. επι χειλής] … Dictionary of Greek
σφηνοειδής — Είδος γραφής, γνωστό στην αρχαία νότια Μεσοποταμία, όπου κατοικούσαν Σουμέριοι, Ακκάδιοι, Ελαμίτες, Χετταίοι, Ασύριοι και Πέρσες. Ονομάστηκε έτσι από τους νεότερους ερευνητές, εξαιτίας των γραμμάτων της, τα οποία σχηματίζονταν από το συνδυασμό… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek