- κάτ-αυχμος
κάτ-αυχμος, sehr dürr, sehr trocken, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάτ-αυχμος, sehr dürr, sehr trocken, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάταυχμος — κάταυχμος, ον (Μ) ξηρός από έλλειψη νερού, κατάξερος, που υποφέρει από έλλειψη νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὐχμός «ξηρασία»] … Dictionary of Greek