- κάσαμον
κάσαμον, τό, = κυκλάμινος, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάσαμον, τό, = κυκλάμινος, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάσαμον — και κάσσαμον, τὸ (Α) 1. το φυτὸ κυκλάμινο 2. είδος καρυκεύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cassamum] … Dictionary of Greek
κάσαμον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασάμου — κάσαμον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάσαμα — κάσαμον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)