κάστανον

κάστανον

κάστανον, τό, die Kastanie, die auch Εὐβοϊκὰ κάρυα heißen, Ath. II, 54 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κάστανον — chestnut tree neut nom/voc/acc sg κάστανος chestnut tree fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καστάνοις — κάστανον chestnut tree neut dat pl κάστανος chestnut tree fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καστάνου — κάστανον chestnut tree neut gen sg κάστανος chestnut tree fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καστάνων — κάστανον chestnut tree neut gen pl κάστανος chestnut tree fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάστανα — κάστανον chestnut tree neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καστανιά — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… …   Dictionary of Greek

  • каштан — укр. каштан. Через польск. kasztan, чеш. kаštаn из нем. Kastanie или народн. Kastane от лат. саstаnеа: греч. κάστανον, источником которого считается арм. kaskeni каштановый ; см. Лагард у Хюбшмана 166, 394; Буазак 420; Бернекер 1, 492. От каштан… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • hipocastanáceo — ► adjetivo/ sustantivo femenino BOTÁNICA Perteneciente a una familia de plantas angiospermas dicotiledóneas, arbóreas o arbustivas, de hojas opuestas, compuestas y palmeadas, flores en racimo o en panoja y fruto en cápsula. TAMBIÉN hipocastáneo * …   Enciclopedia Universal

  • ιπποκαστανέα — η (φυτ.) ονομασία τού είδους Aesculus hippocastanum τού γένους Αίσκουλος, γνωστού ως αγριοκαστανιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hippocastanum < hippo (πρβλ. ἵππος) + castanum (πρβλ. κάστανον). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην… …   Dictionary of Greek

  • κάστανο — Βλ. λ. καστανιά (κάστανο). * * * το (AM κάστανον, Α και κάστανος και καστανέα και καστανιά, ή, και καστάναιον και καστάν(ε)ιον, τὸ) ο καρπός τού δέντρου καστανιά νεοελλ. φρ. α) «βγάζω τα κάστανα από τη φωτιά» εκτελώ το δύσκολο και επικίνδυνο… …   Dictionary of Greek

  • κάστανος — κάστανος, ἡ (Α) 1. η καστανιά 2. στον πληθ. αἱ κάστανοι τα κάστανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κάστανον αναλογικά προς άλλα θηλ. ον. δένδρων σε ος (πρβλ. φηγ ός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”