γάστρα — γάστρᾱ , γάστρα the lower part fem nom/voc/acc dual γάστρᾱ , γάστρα the lower part fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάστρᾳ — γάστραι , γάστρα the lower part fem nom/voc pl γάστρᾱͅ , γάστρα the lower part fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάστρα — η (AM γάστρα, Α και γάστρη, η) 1. η γλάστρα 2. τα μέρη τού σκάφους που βρίσκονται κάτω από την ίσαλο γραμμή, η πλεούσα* νεοελλ. πήλινο ή σιδερένιο ημισφαιρικό σκεύος με το οποίο σκεπάζουν φαγητό για να ψηθεί πάνω στη θράκα αρχ. το εξογκωμένο… … Dictionary of Greek
γάστρα — η 1. η γλάστρα όπου φυτεύουμε λουλούδια. 2. πήλινο ή σιδερένιο σκεύος με καπάκι που μπαίνει στη φωτιά για να ψηθεί το φαγητό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γάστρας — γάστρᾱς , γάστρα the lower part fem acc pl γάστρᾱς , γάστρα the lower part fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάστραι — γάστρα the lower part fem nom/voc pl γάστρᾱͅ , γάστρα the lower part fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάστραν — γάστρᾱν , γάστρα the lower part fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαστρῶν — γάστρα the lower part fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάστραις — γάστρα the lower part fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάστρη — γάστρα the lower part fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάστρην — γάστρα the lower part fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)