- γάστρων
γάστρων, ωνος, ὁ, Dickbauch, Ar. Ran. 202 u. Sp., wie Ath. III, 97 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γάστρων, ωνος, ὁ, Dickbauch, Ar. Ran. 202 u. Sp., wie Ath. III, 97 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γάστρων — γάστρων, ο (Α) [γαστήρ] ο κοιλαράς … Dictionary of Greek
γάστρων — pot belly masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαστρῶν — γάστρα the lower part fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάστρωνα — γάστρων pot belly masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάστρωνες — γάστρων pot belly masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάστρωνι — γάστρων pot belly masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάστρωνος — γάστρων pot belly masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Italienische Ortsnamen — Inhaltsverzeichnis 1 Namensgebende Völker in Italien 1.1 Unbekannte Völker 1.2 Ligurisch 1.3 Keltisch … Deutsch Wikipedia
γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… … Dictionary of Greek
κοιλιοδαίμων — κοιλιοδαίμων, ονος, ὁ, ή, κοιλιόδαιμον, τὸ (Α) (ως επίθ. παρασιτικού ανθρώπου) αυτός που έχει ως θεό την κοιλιά, κοιλιόδουλος («γάστρων και κοιλιόδαιμον ἄνθρωπε», Εύπολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + δαίμων (πρβλ. βροτο δαίμων, νεκυ δαίμων)] … Dictionary of Greek