- κάσσος
κάσσος, ό, ἱμάτιον παχὺ καὶ τραχὺ περιβόλαιον, Hesych.; Arcad. 76, 16; s. κάσας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάσσος, ό, ἱμάτιον παχὺ καὶ τραχὺ περιβόλαιον, Hesych.; Arcad. 76, 16; s. κάσας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάσσος — thick garment masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάσσος — (I) κάσσος και κάσος, ὁ (Μ) κάσσον*(Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τής λ. κασᾶς]. (II) κάσσος, τὸ (Μ) κάσσον*(ΙΙ), περικεφαλαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cassis «περικεφαλαία»] … Dictionary of Greek
κάσσον — κάσσος thick garment masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάσσου — κάσσος thick garment masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάσσῳ — κάσσος thick garment masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάσος — Νησί (66 τ. χλμ., 990 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους. Πρόκειται για το νοτιότερο νησί της Δωδεκανήσου. Βρίσκεται ΝΔ της Καρπάθου, από την οποία χωρίζεται με το στενό Κ. με πλάτος 7 χλμ. · απέχει 3 ναυτικά μίλια από την Κάρπαθο και 27 από την Κρήτη.… … Dictionary of Greek
κάσσης — ο [κάσσος] κασάς*, είδος υποσάγματος από πεπιεσμένο μαλλί … Dictionary of Greek
κάσσον — (I) κάσσον και κάσον, τὸ (AM) μσν. το τμήμα τής προίκας, το ένα τέταρτο, που μετά τον θάνατο τής γυναίκας περιερχόταν στον σύζυγο αρχ. χοντρό και τραχύ ένδυμα, ιμάτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κάσσος* (Ι) με αλλαγή γένους]. (II) κάσσον, τὸ… … Dictionary of Greek
κασωτός — κασωτός, ή, όν (Α) (για φορέματα) χοντροφτιαγμένος, πυκνοϋφασμένος, που έχει κατασκευαστεί σαν πίλημα, δηλ. από πεπιεσμένο μαλλί ή τρίχες, κασάς, *κετσές («κασωταὶ ἐσθῆτες», Διογ. Οιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάσσος + κατάλ. ωτός (πρβλ. καστρ ωτός, ραβδ… … Dictionary of Greek