κάρον

κάρον

κάρον, τό, Kümmel, Karbe, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κάρον — neut nom/voc/acc sg κάρος heavy sleep masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρον — το (Α κάρον, το και κάρος, ὁ) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών τής οικογένειας τών σκιαδοφόρων αρχ. 1. (κατά τον Διοσκ.) «κάρος σπερμάτιον ἐστὶ γνώριμον, ἀναλογοῡν ἀνίσῳ», πιθ. το κύμινο 2. (κατά τον Ησύχ.) «μεγάλη ἀκρίς».… …   Dictionary of Greek

  • Καρόν, Αντουάν — (Antoine Caron, Μποβέ 1521; – Παρίσι 1599;). Γάλλος ζωγράφος και σχεδιαστής. Αφού φιλοτέχνησε πολλούς πίνακες με θρησκευτικό περιεχόμενο στην ιδιαίτερη πατρίδα του, άρχισε να εργάζεται στα ανάκτορα του Φοντενεμπλό με τον Πριματίτσιο (1540 50).… …   Dictionary of Greek

  • Μπομαρσέ, Πιερ Ογκιστέν Καρόν ντε- — (Pierre Augustain Caron de Beaumarchais, Παρίσι 1732 – 1799). Γάλλος κωμωδιογράφος. Στα νιάτα του ήταν ρολογάς όπως ο πατέρας του, αλλά με το ζωηρό και ευμετάβλητο πνεύμα του ανέπτυξε πολύμορφη δραστηριότητα: υπήρξε καθηγητής της άρπας των γιων… …   Dictionary of Greek

  • κάρω — κάρον neut nom/voc/acc dual κάρον neut gen sg (doric aeolic) κάρος heavy sleep masc nom/voc/acc dual κάρος heavy sleep masc gen sg (doric aeolic) καρόω plunge into deep sleep pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) καρόω plunge into deep sleep… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάροις — κάρον neut dat pl κάρος heavy sleep masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρου — κάρον neut gen sg κάρος heavy sleep masc gen sg καρόω plunge into deep sleep pres imperat act 2nd sg καρόω plunge into deep sleep imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρων — κάρον neut gen pl κάρος heavy sleep masc gen pl καρόω plunge into deep sleep imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) καρόω plunge into deep sleep imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρῳ — κάρον neut dat sg κάρος heavy sleep masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρώ — (I) καρώ, ἡ (Α) το φυτό κάρον*, το κύμινο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί άλλο τ. της λ. κάρον και πιθ. παράγεται από τη λ. κάρ «ψείρα», λόγω τής ομοιότητας τού σπόρου τού φυτού κάρον με την ψείρα. Κατ άλλη άποψη, παράγεται από τη λ. κάρα «κεφαλή»]. (II) …   Dictionary of Greek

  • κάρι — (I) κάρι, εως, τὸ (Α) κάρον*, κύμινο («ἀπὸ κάρεως ἀναθυμίασις», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κάρον* κατά τα ουδ. ον. σε ι, εως που δηλώνουν φυτά (πρβλ. ζιγγίβερι, εως)]. (II) το σκόνη από διάφορα μπαχαρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. curry <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”