- κάρητος
(κάρητος,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
(κάρητος,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάρητος — κάρα head neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρα — (Kara). Τοπωνύμιο της Ρωσίας. 1. Ακραίο θαλάσσιο τμήμα (880.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού ωκεανού. Έχει μέσο βάθος 127 μ. και μέγιστο βάθος 620 μ. Ορίζεται από την ακτογραμμή της πεδιάδας της δυτικής Σιβηρίας και από τα νησιά Νέα Γη, Γη του… … Dictionary of Greek
COMA Hyacinthina — apud Poetas frequens. Sic apud Longum, ubi describitur forma decusque Daphnidis, Coma ei adscribitur, hyacinthino flori similis, Ο῾ρᾷς ὡς ὑακίνθῳ μέν τὴν κόμην ὁμοίαν ἔχει; imitatione scil. Homeri, qui, ut Ulysses Nausicaae gratior esset, ait… … Hofmann J. Lexicon universale
ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… … Dictionary of Greek
k̂er-, k̂erǝ- : k̂rā-, k̂erei-, k̂ereu- — k̂er , k̂erǝ : k̂rā , k̂erei , k̂ereu English meaning: head; horn Deutsche Übersetzung: “das Oberste am Кörper: Kopf; Horn (and gehörnte Tiere); Gipfel” Material: O.Ind. síras n. (ved. only nom. acc.) “head, cusp, peak”, Av. sarah … Proto-Indo-European etymological dictionary