κάρος — κάρος, ὁ (Α) [καρώ] 1. βαθύς ύπνος, νάρκη 2. ίλιγγος, σκοτοδίνη … Dictionary of Greek
καρός — καρός, ὁ (Α) [καρώ] (κατά τον Ησύχ.) «κωφός, οἱ δὲ σκοτόδινος. βόσκημα. ἐγκέφαλος (ἔγκαρος). ὠνή. καιρός, ἤ φθορά» … Dictionary of Greek
κάρος — heavy sleep masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρός — Κᾱρός , Κάρ experimentum facere in corpore vili masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρός — κάρ neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάρος, Μάρκος Αυρήλιος — (Marcus Aurelius Carus, ; – 283 μ.Χ.). Αυτοκράτορας της Ρώμης (282 283). Ήταν σωματοφύλακας του αυτοκράτορα Πρόβου, εναντίον του οποίου υποκίνησε συνωμοσία. Ωστόσο, ο αυτοκράτορας δολοφονήθηκε στο Σίρμιο και ο ίδιος εξελέγη αυτοκράτορας από τη… … Dictionary of Greek
κάροι — κάρος heavy sleep masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρους — κάρος heavy sleep masc acc pl καρόω plunge into deep sleep imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
k̂er-, k̂erǝ- : k̂rā-, k̂erei-, k̂ereu- — k̂er , k̂erǝ : k̂rā , k̂erei , k̂ereu English meaning: head; horn Deutsche Übersetzung: “das Oberste am Кörper: Kopf; Horn (and gehörnte Tiere); Gipfel” Material: O.Ind. síras n. (ved. only nom. acc.) “head, cusp, peak”, Av. sarah … Proto-Indo-European etymological dictionary
(s)ker-4, (s)kerǝ-, (s)krē- — (s)ker 4, (s)kerǝ , (s)krē English meaning: to cut Deutsche Übersetzung: ‘schneiden” Material: I. A. O.Ind. ava , apa skara “Exkremente (Ausscheidung)”; kr̥ṇüti, kr̥ṇōti “verletzt, slays “ (lex.), utkīrṇ a “ausgeschnitten,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
κάρο — (Carum). Ποώδες φυτό, ύψους 30 45 εκ., με λευκά ή –σπανιότερα– ρόδινα άνθη, που φύεται σε λιβάδια ορεινών περιοχών. Το γένος περιλαμβάνει περίπου 30 είδη, που ευδοκιμούν όλα στο βόρειο ημισφαίριο· έξι από αυτά συναντώνται και στα ελληνικά λιβάδια … Dictionary of Greek