- κάρνον
κάρνον, τό, = Folgdm, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάρνον, τό, = Folgdm, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάρνον — κάρνον, τὸ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) (στους Γαλάτες) η σάλπιγγα 2. άμαξα, κάρο … Dictionary of Greek
κάρνον — Gallic horn neut nom/voc/acc sg κάρνος ram masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάρνον — Κάρνος ram masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρνα — κάρνον Gallic horn neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρνοις — κάρνον Gallic horn neut dat pl κάρνος ram masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρνου — κάρνον Gallic horn neut gen sg κάρνος ram masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρνων — κάρνον Gallic horn neut gen pl κάρνος ram masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Cernunnos — The Cernunnos type antlered figure on the Gundestrup Cauldron. Cernunnos is the conventional name given in Celtic studies to depictions of the horned god of Celtic polytheism. The name itself is only attested once, on the 1st century Pillar… … Wikipedia
Галльский язык — Страны: Галлия Вымер: VI век … Википедия
κάρνυξ — κάρνυξ, ὁ (Α) κάρνον*, σάλπιγγα τών Γαλατών … Dictionary of Greek
καρνάριος — καρνάριος, ὁ (Α) [κάρνον] οδηγός δίτροχου κάρου, καραγωγέας … Dictionary of Greek