κάρχαρος — κάρχαρος, ον, θηλ. και καρχάρα (Α) 1. αυτός που έχει κοφτερά, σουβλερά δόντια 2. (για ήχο ή λέξεις) σκληρός, τραχύς, οξύς, δηκτικός 3. (για ήθη) άξεστος, αγροίκος 4. (το ουδ. ως επίρρ.) κάρχαρον με σκληρό τρόπο («κάρχαρόν τι μειδήσας», Βάβρ.).… … Dictionary of Greek
κάρχαρος — saw like masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρχάρως — κάρχαρος saw like adverbial κάρχαρος saw like masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρχαρον — κάρχαρος saw like masc/fem acc sg κάρχαρος saw like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρχάροις — κάρχαρος saw like masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρχάρους — κάρχαρος saw like masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρχάρων — κάρχαρος saw like masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρχάρῳ — κάρχαρος saw like masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρχαροι — κάρχαρος saw like masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρχαρέος — καρχαρέος, α, ον (Α) [κάρχαρος] κάρχαρος*, δηκτικός, με κοφτερά δόντια … Dictionary of Greek
хоробрый — хоробёр храбрый , вятск. (Васн.), с. в. р., вост. русск. (Даль), укр. хоробрий, др. русск. хоробры, хоробръ (Ипатьевск. летоп., Даниил Заточн. и др.; см. Срезн. III, 1386), ст. слав. храбръ πολεμικός, φοβερός (Супр.), болг. храбър, храбрен,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера