κάρφη

κάρφη

κάρφη, , = κάρφος, bei Xen. An. 1, 5, 10 Heu, was er vorher χόρτος κοῠφος nennt; Arr. An. 1, 3, 7; Hesych. erkl. φορυτός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κάρφη — κάρφη, ἡ (Α) [κάρφω] ξερό χόρτο, άχυρο («μὴ ἅπτεσθαι τῆς κάρφης τὸ ὕδωρ», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • κάρφη — hay fem nom/voc sg (attic epic ionic) κάρφος any small dry body neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κάρφος any small dry body neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρφέων — κάρφη hay fem gen pl (epic ionic) κάρφος any small dry body neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρφῶν — κάρφη hay fem gen pl κάρφος any small dry body neut gen pl (attic epic doric) καρφόω nail pres part act masc voc sg (doric aeolic) καρφόω nail pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) καρφόω nail pres part act masc nom sg καρφόω nail pres …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρφην — κάρφη hay fem acc sg (attic epic ionic) κάρφος any small dry body neut acc sg κάρφω dry up pres inf act (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρφης — κάρφη hay fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρφας — κάρφᾱς , κάρφη hay fem acc pl κάρφᾱς , κάρφη hay fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρφω — (Α) 1. ξεραίνω, μαραίνω, κάνω κάτι να ζαρώσει («ἠέλιος χρόα κάρφει», Ησίοδ.) 2. ταπεινώνω κάποιον («σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει Ζεὺς», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίζεται με τη συνεσταλμένη βαθμίδα (s)krb(h) τής ΙΕ ρίζας* (s)kerb(h) «κάμπτω,… …   Dictionary of Greek

  • καρφώδης — καρφώδης, ῶδες (Α) ο γεμάτος κάρφη, ο γεμάτος άχυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος + ώδης (πρβλ. ρεμβ ώδης, χα ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • προϋποβάλλω — ΝΜΑ υποβάλλω προηγουμένως κάτι αρχ. 1. μέσ. προϋποβάλλομαι τοποθετώ προηγουμένως κάτι ως βάση, ως θεμέλιο («αἱ χελιδόνες πρὸ τῆς τεκνοποιΐας... στερεὰ κάρφη προϋποβάλλονται», Πλούτ.) 2. παθ. προετοιμάζομαι ως υλικό («ἡ μὲν [ἱστορία] προϋπῆρχε καὶ …   Dictionary of Greek

  • σκάρφη — η, ΝΜ, και σκάρφι, το, Ν κοινή ονομασία φυτών, κυρίως τού γένους ελλέβορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος / κάρφη «ξερό χόρτο, άχυρο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”