κάρυον

κάρυον

κάρυον, τό, die Nuß, bes. die Wallnuß, Theophr.; Εὐβοϊκόν, Kastanie, bei Xen. An. 5, 5, 29 umschrieben τὰ πλατέα οὐκ ἔχοντα διαφυὴν οὐδεμίαν, wie auch Poll. 1, 232 die καστάνια erkl.; vgl. D. Sic. 14, 30; λεπτόν oder ποντικόν, Haselnuß; der Stein der Steinfrüchte, der Kern der Fichtenzapfen, Diosc. – In der Mechanik ein Kloben, über den ein Seil gewunden in eine Nuß geht.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κάρυον — nut neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρύοιο — κάρυον nut neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρύοις — κάρυον nut neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρύοισιν — κάρυον nut neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρύου — κάρυον nut neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρύων — κάρυον nut neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρύῳ — κάρυον nut neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασταναῖος — κάρυον nut masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρυα — κάρυον nut neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… …   Dictionary of Greek

  • ισχαδοκάρυον — ἰσχαδοκάρυον, τὸ (Α) επιδόρπιο από μίγμα ξηρών σύκων με καρύδι ή αμύγδαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς άδος + κάρυον < κάρυον «καρύδι»), πρβλ. λεπτο κάρυον, μοσχο κάρυον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”