- κάρτιστος
κάρτιστος, ep. = κράτιστος, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάρτιστος, ep. = κράτιστος, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάρτιστος — κάρτιστος, ίστη, ον (Α) κράτιστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός βαθμός τού τ. κάρτων*] … Dictionary of Greek
κάρτιστος — masc nom sg κράτιστος strongest masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρτιστον — κάρτιστος masc acc sg κάρτιστος neut nom/voc/acc sg κράτιστος strongest masc acc sg (epic) κράτιστος strongest neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτίστη — κάρτιστος fem nom/voc sg (attic epic ionic) κράτιστος strongest fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτίστην — κάρτιστος fem acc sg (attic epic ionic) κράτιστος strongest fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτίστοις — κάρτιστος masc/neut dat pl κράτιστος strongest masc/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτίστοισι — κάρτιστος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) κράτιστος strongest masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτίστου — κάρτιστος masc/neut gen sg κράτιστος strongest masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρτιστε — κάρτιστος masc voc sg κράτιστος strongest masc voc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρτιστοι — κάρτιστος masc nom/voc pl κράτιστος strongest masc nom/voc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαθός — ή, ό (Α ἀγαθός, ή, όν) καλός, χρηστός, ενάρετος νεοελλ. 1. καλόψυχος, άκακος 2. υπερβολικά εύπιστος, αφελής, ανόητος 3. το ουδ. ως ουσ. το αγαθό* αρχ. 1. συνετός, φρόνιμος 2. ευγενής στην καταγωγή 3. γενναίος, ανδρείος 4. αυτός που έχει επίδοση… … Dictionary of Greek