- κάπυρις
κάπυρις, ιδος, ἡ, ein persisches Gewand mit Aermeln, Poll. 7, 58.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάπυρις, ιδος, ἡ, ein persisches Gewand mit Aermeln, Poll. 7, 58.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάπυρις — κάπυρις, ύριδος, ἡ (Α) περσικός χιτώνας με μανίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Δεν έχει αποδειχθεί αν ο τ. κάπυρις συνδέεται με το καπυρός ή αν πρόκειται για δάνεια λ.] … Dictionary of Greek