- πτερο-ποίκιλος
πτερο-ποίκιλος, mit bunten Federn, Ar. Av. 248. 1411.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτερο-ποίκιλος, mit bunten Federn, Ar. Av. 248. 1411.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σηματοποικίλος — η, ον, Α αυτός που έχει ποικίλα σήματα, διάφορα σημάδια, παρδαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῆμα, ατος + ποικίλος «πολύχρωμος, κατάστικτος» (πρβλ. πτερο ποίκιλος)] … Dictionary of Greek