- γοῦνος
γοῦνος, ὁ, ion. = γόνος, Same, Arat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γοῦνος, ὁ, ion. = γόνος, Same, Arat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γουνός — γουνός, ο (Α) 1. εύφορος, γόνιμος τόπος 2. ύψωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λέξη ήδη ομηρική που από την αρχαιότητα ερμηνεύθηκε διττά: ως «υψηλός τόπος» και ως «γονιμώτατος τόπος» (η δεύτερη ερμηνεία δεν είναι καθολικά αποδεκτή). Ο τ. γουνός (με τη… … Dictionary of Greek
γουνός — γόνυ knee neut gen sg (epic ionic) γουνός high ground masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γουνοῖς — γουνός high ground masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γουνοῖσι — γουνός high ground masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γουνοῖσιν — γουνός high ground masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γουνούς — γουνός high ground masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γουνῶ — γουνός high ground masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γουνῶν — γουνός high ground masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γουνῷ — γουνός high ground masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γουνόν — γουνός high ground masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπεσίγουνος — καμπεσίγουνος, ον (Α) αυτός που κάμπτει τα γόνατα κάποιου («καμπεσίγουνος ἡ Ἐρινύς, ἀπό τοῡ κάμπτειν τὰ γόνατα τῶν ἁμαρτανόντων», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπεσί (< κάμπτω) + γουνος (< γόνυ, πρβλ. ιων. γεν. γούνατος), πρβλ. βαρύ γουνος, ταχύ… … Dictionary of Greek