κοῦκι

κοῦκι

κοῦκι, εος, τό, die Kokospalme u. ihre Frucht, s. Plin. H. N. 13, 9. Vgl. κόϊξ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κούκι — κοῡκι, εως, τὸ (Α) το φυτό υφαντική η θηβαϊκή, ο κοκοφοίνικας, κόιξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. πιθ. αιγυπτ. προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • κουκί — το 1. το όσπριο κουκί. 2. σπυρί: Το μερμήγκι κουβαλάει ένα κουκί στάρι. 3. η παροιμία «Kαλημέρα, Γιάννη, κουκιά σπέρνω», για εκείνους που απαντούν άλλα αντ άλλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουκί — και κουκκί, το (Μ κουκίον και κουκίν) 1. ο καρπός τού φυτού κύαμος, τής κουκιάς 2. κόκκος, σπυρί, κουκούτσι νεοελλ. 1. (σκωπτικά) στον πληθ. τα κουκιά οι ψήφοι ή οι ψηφοφόροι 2. φρ. «κουκιά μετρημένα» λέγεται για πράγματα που μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • κουκίζω — [κουκί] 1. σπέρνω 2. πασπαλίζω …   Dictionary of Greek

  • κούκινος — (I) κούκινος, ίνη, ον (Α) [κούκι] 1. παρασκευασμένος από ίνες τού δέντρου κούκι 2. αυτός που αναφέρεται στο δέντρο κούκι, στον κοκοφοίνικα. (II) η, ο [κουκί] κατασκευασμένος από κουκιά …   Dictionary of Greek

  • COIX — Graece κόιξ, item ἄιρων; unde Latin. oero, de qua voce diximus, sporta vel fiscina est, quâ aliquid tollitur, et fertur: Infima Graecia προφορά ρια vocavit. Hesychius interpretatur πλέγματα, τὰ πεῶλεγμένα ἐκ φύλλων δένδρου σκεὐη, φορμοὺς, unde et …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κουκιοφόρος — κουκιοφόρος, ον (Α) φρ. «κουκιοφόρον δένδρον» το δέντρο κούκι, ο κοκοφοίνικας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦκι + συνδ. φωνήεν ο + φόρος (< φέρω), πρβλ. κεραιο φόρος, κυλικο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • χλωροκούκι — το, Ν χλωρό κουκί. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + κουκί] …   Dictionary of Greek

  • βίκος — Μονοετής ή διετής χνουδωτή πόα της οικογένειας των ψυχανθών, με βλαστό έρποντα ή αναρριχώμενο που φτάνει σε μήκος το 1 μ. Έχει φύλλα σύνθετα, από 5 έως 7 ζεύγη, και ελλειψοειδή ή προμήκη φυλλάρια· μετά το τελευταίο ζεύγος φυλλαρίων καταλήγουν σε… …   Dictionary of Greek

  • θερμοκύαμος — θερμοκύαμος, ἡ (Α) είδος οσπρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρμος «λούπινο» + κύαμος «κουκί»] …   Dictionary of Greek

  • κοκκίο — το (AM κοκκίον, Μ και κοκκίν) [κόκκος] πολύ μικρός κόκκος νεοελλ. συν. στον πληθ. βιολ. τα κοκκία μικροσκοπικά μόρια τής ζώσας ύλης που αποτελούν το πρωτόπλασμα τού κυττάρου μσν. 1. κουκί 2. μονάδα βάρους ή νομισματική μονάδα 3. κύβος, ζάρι αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”