- γοῦρος
γοῦρος, ὁ, ein Backwerk, Sol. Ath. XIV, 645 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γοῦρος, ὁ, ein Backwerk, Sol. Ath. XIV, 645 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γούρος — γοῡρος, ο (Α) είδος γλυκού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συσχετίστηκε με τα αρχ. γύρις «η άχνη τού αλευριού», αρχ. γυρίνη «είδος γλυκίσματος», ενώ δεν είναι βέβαιο αν πρόκειται για τ. τής λακωνικής ή τής βοιωτικής διαλέκτου, γεγονός που θα… … Dictionary of Greek
γούρους — γοῦρος cake masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γούρων — γοῦρος cake masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγγουρος — ο ἄγγουρος (Μ) είδος γλυκίσματος με μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. < *ἀνάγουρος, από το ουσ. γοῦρος (είδος γλυκίσματος)] … Dictionary of Greek