κλῶσμα

κλῶσμα

κλῶσμα, τό, das Gespinnst; Nic. Ath. IX, 372 e; Paus. 6, 26, 4 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλῶσμα — clue neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλώσμα — το (AM κλῶσμα) [κλώθω] 1. κλωστή, νήμα 2. κλώση νεοελλ. 1. στριφογύρισμα, κλωθογύρισμα 2. ναυτ. το νήμα που προκύπτει από τη συστροφή τών πρώτων βασικών ινών κάνναβης και το οποίο κατόπιν συστρέφεται με άλλα όμοιά του για την κατασκευή τού… …   Dictionary of Greek

  • κλώσμα — το, ατος 1. το κλωσμένο νήμα, κλωστή, γνέμα. 2. (για ποτάμια), στριφογύρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλωσμάτων — κλῶσμα clue neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλώσμασι — κλῶσμα clue neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλώσμασιν — κλῶσμα clue neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλώσματα — κλῶσμα clue neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλώσματος — κλῶσμα clue neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • соскание — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. κλῶσμα) что либо свитое или сверченное, веревка. … …   Словарь церковнославянского языка

  • GLOMUS — apud Philoxen. in Gloss. ἀγαθὶς, i. e. convolutio filorum in globum, Continuator Bedae Hist. Eccl. l. 2. c. 15. Neque glomus, ingens portantes paxillum, in intronu frximus. Globum vocat. Horat. l. r. Ep. 13. v. 13. Fasciculum portes librorum ut… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ίσος — η, ο (ΑΜ ἴσος, η, ον, Α επικ. τύπος ἶσος και ἔϊσος, η, ον) 1. αυτός που είναι ίδιος με κάποιον άλλον κατά την ποσότητα, τις διαστάσεις, τη δύναμη ή την αξία 2. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος 3. ομαλός, επίπεδος 4. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”