κοῖφι, Fremdwort, = κῠφι, Ath. II, 66 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοίφι — κοῑφι και κοιφί, τὸ (Α) βλ. κύφι … Dictionary of Greek
κύφι — κῡφι, εος και εως και δ. γρφ. κοῑφι, τὸ (Α) είδος αιγυπτιακού φαρμάκου που περιείχε πολλές διεγερτικές ουσίες … Dictionary of Greek