- κλῑνο-πήγιον
κλῑνο-πήγιον, τό, Werkstatt des Folgenden, Poll. 7, 159.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλῑνο-πήγιον, τό, Werkstatt des Folgenden, Poll. 7, 159.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηροπήγιο — Σκεύος για την τοποθέτηση ενός ή περισσότερων κεριών. Πρόδρομός του μπορεί να θεωρηθεί ο ξύλινος ρητινούχος πυρσός, που στερεωνόταν στο χώμα ή στα τοιχώματα των προϊστορικών σπηλαίων. Η παραδοσιακή μορφή του κ. είναι ετρουσκικής καταγωγής και… … Dictionary of Greek