κλῑτύς

κλῑτύς

κλῑτύς, ύος, ἡ, ein abschüssiger Ort, Abhang, Hügel; πολλὰς δὲ κλιτῠς τότ' ἀποτμήγουσι χαράδραι Il. 16, 390; ἐς κλιτὺν ἀναβάς Od. 5, 470; Παρνησία, Τ, ρυνϑία, Soph. Ant. 1131 Trach. 270; δοχμιᾶν διὰ κλιτύων Eur. Alc. 578; sp. D., wie Nic. Al. 34 u. Nonn. [Bei Hom. ist υ in den zweisylbigen Casus lang.]


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλιτύς — κλῑτύ̱ς , κλιτύς fem acc pl κλῑτύς , κλιτύς fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιτύς — η (AM κλιτύς, ύος) βλ. κλε(ι)τύς …   Dictionary of Greek

  • κλιτῦς — κλῑτῦς , κλιτύς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειτύς — η (Α κλειτύς και κλιτύς, ύος) κατηφορική πλαγιά όρους ή λόφου, βουνοπλαγιά, κατωφέρεια («πολλὰς δὲ κλιτῡς τότ ἀποτμήγουσι χαράδραι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνω. Η λ. εμφανίζει την απαθή βαθμίδα κλει τής ρίζας] …   Dictionary of Greek

  • κλιτύας — κλῑτύας , κλιτύς fem acc pl κλῑτύας , κλιτύς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Glabrousness — (from Latin glaber = bald, hairless) is the technical term for an anatomically abnormal lack of hair or down. This may be due to a physical condition, such as alopecia universalis, which causes hair to fall out and/or prevents its growth. More… …   Wikipedia

  • Glabro — La palma de la mano está recubierta de piel glabra. Glabro (del latín, glaber, calvo) es una denominación dada a organismos, o a sus partes, que no presentan pelos, tricomas o estructuras similares en su superficie externa. Contenido …   Wikipedia Español

  • CLIVUS — in Glossis, ἀνάβασις. Unde Proverb. adversus clivum equum agitare, i. e. contra ascensum, in quo laborant equi. Ovid. Remed. Amor. v. 394. In clivo noster saepe laborat equus: de re ardua ac difficili, quae enitenda est. Inde arduum, pro… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Όλυμπος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αυλητής, ραψωδός και ποιητής, που έζησε πριν από τον Τρωικό πόλεμο. Του αποδίδεται η εφεύρεση της αυλητικής ή η διάδοση της στην Ελλάδα. 2. Ό. ο Νεότερος. Αυλητής από τη Μυσία, που έζησε κατά πάσα πιθανότητα τον… …   Dictionary of Greek

  • Λίγυς — ο, η (Α Λίγυς, υος, ὁ, ἡ, αρσ. και Λίγυρος και Λίγειρ, θηλ. και Λιγυστιάς, άδος και Λιγυστίς, ίδος) 1. ο κάτοικος τής Λιγυρίας 2. στον πληθ. οι Λίγυρες ή Λίγυες αρχαίος λαός που ήταν εγκατεστημένος στη μεσογειακή ακτή κοντά στις σημερινές πόλεις… …   Dictionary of Greek

  • Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”