- κηώεις
κηώεις, εσσα, εν, dasselbe, duftig; ϑάλαμος, neben εὐώδης Il. 3, 382; 6, 288 u. öfter, wie sp. D.; μύρῳ Antp. Sid. 83 (VII, 218); Ἀραβίη D. Per. 936; λοχείη Nonn. D. 16, 270; Tryphiod. 464.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηώεις, εσσα, εν, dasselbe, duftig; ϑάλαμος, neben εὐώδης Il. 3, 382; 6, 288 u. öfter, wie sp. D.; μύρῳ Antp. Sid. 83 (VII, 218); Ἀραβίη D. Per. 936; λοχείη Nonn. D. 16, 270; Tryphiod. 464.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηώεις — κηώεις, εσσα, εν (Α) 1. κηώδης*, ευώδης 2. (το ουδ.) κηῶεν (κατά τον Ησύχ.) «μέλαν, καθαρόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρ. τού αμάρτυρου ουδ. *κῆFος (βλ. λ. κηώδης) + κατάλ. όεις (πρβλ. κυματ όεις, λοφ όεις). Το ω από μετρική έκταση] … Dictionary of Greek
κηώεις — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηῶεν — κηώεις masc voc sg κηώεις neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηώεντα — κηώεις neut nom/voc/acc pl κηώεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηώεντι — κηώεις masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηώεντος — κηώεις masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηώεσσα — κηώεις fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηώεσσαν — κηώεις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)