- κλήρωμα
κλήρωμα, τό, das Loos, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλήρωμα, τό, das Loos, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλήρωμα — κλήρωμα, τὸ (AM) [κληρώ] μσν. αυτό που έχει απονεμηθεί σε κάποιον με κλήρο, το δώρημα αρχ. πεπρωμένο, μοίρα … Dictionary of Greek