γλώττισμα, τό, Zungenkuß, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλώττισμα — γλώττισμα, το και γλωττισμός, ο (Α) [γλωττίζω] ρουφηχτό φιλί στόμα με στόμα … Dictionary of Greek