γλώσσ-αργος

γλώσσ-αργος

γλώσσ-αργος, = γλώσσαλγος, D. Chrys.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χείραργος — ὁ, Α αυτός που δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει το χέρι του, που έχει χέρι παράλυτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + ἀργός (πρβλ. γλώσσ αργος, πόδ αργος)] …   Dictionary of Greek

  • σύνταγμα — (Νομ.). Η λέξη Σ. έχει δύο έννοιες: την ουσιαστική, που αναφέρεται στο περιεχόμενο του συντάγματος και την τυπική, που αφορά την εξωτερική μορφή του, το κείμενο. Κατά την ουσιαστική έννοια, Σ. είναι το σύνολο των κανόνων (νομικών), οι οποίοι από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”