κλαῦμα

κλαῦμα

κλαῦμα, τό, das Weinen, Klagen, nur im plur.; κλαυμάτων πηγαί Aesch. Ag. 861; κλαυμὰτων λήξασα τῶνδε Pers. 691; τοῖσιν ἄγουσιν κλαύμαϑ' ὑπάρξει Soph. Ant. 923; κλαύματα ἐμβάλλειν τινί Ar. Par 248, Klagen verursachen; κλαυμάτων ἄξια Andoc. 4, 38; κλαύμασι καὶ πατέρες υἱοῖς σωφροσύνην μηχανῶνται, durch Strafe, die Weinen hervorruft, Xen. Cyr. 2, 2, 14.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλαύμα — το (AM κλαῡμα) βλ. κλάμα …   Dictionary of Greek

  • κλαύμαθ' — κλαύ̱ματα , κλαῦμα weeping neut nom/voc/acc pl κλαύ̱ματι , κλαῦμα weeping neut dat sg κλαύ̱ματε , κλαῦμα weeping neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλάμα — (I) και κλάημα και κλιάμα και κλαύμα, το (AM κλαύμα, Μ και κλάημα και κλιάμα και κλάμα[ν]) [κλαίω] το να κλαίει κανείς, χύσιμο δακρύων από πόνο, λύπη ή και χαρά, θρήνος (α. «μην τού φωνάζεις, γιατί θα αρχίσει πάλι τα κλάματα» β. «κλαυμάτων...… …   Dictionary of Greek

  • κλαύσμα — κλαῡσμα, τὸ (Α) [κλαίω] (μτγν τ. τού κλαύμα) κλάμα, θρήνος …   Dictionary of Greek

  • ԼԱՑ — ( ) NBH 1 0880 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 11c, 12c գ. (ի հրամ. Լալ բային). κλαίη, κλαύμα ploratus, tio; fletus. Լալիւն. լալումն. ողբ. ողբումն. *Մնչդեռ նորածին իցէ, մանկանցն յայտարարութիւնքն եւ նշանք լացն եւ աղաղակն. Պղատ. օրին. ՟Է …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • κλαυμάτων — κλαῡμάτων , κλαῦμα weeping neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαύμασι — κλαύ̱μασι , κλαῦμα weeping neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαύματα — κλαύ̱ματα , κλαῦμα weeping neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”