- κλαΐστρον
κλαΐστρον, τό, = κλεῖϑρον, Pind.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλαΐστρον, τό, = κλεῖϑρον, Pind.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλάιστρον — κλάϊστρον , κλάιστρον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάιστρον — κλάιστρον, τὸ (Α) (δωρ. τ.) βλ. κλείστρο … Dictionary of Greek
κλείστρο — Μηχανισμός των πυροβόλων όπλων, ο οποίος κλείνει τη θαλάμη και αντιστέκεται στην πίεση των αερίων που παράγονται από την έκρηξη της γόμωσης. Η ιδέα της γόμωσης από τη θαλάμη εμφανίστηκε όταν σχεδιάστηκαν τα πρώτα πυροβόλα, αλλά η πρωτόγονη… … Dictionary of Greek