- κονῑσάλεος
κονῑσάλεος, richtiger als κονισσάλεος, bestaubt, staubig; δίφρος Antimach. 75; ἔϑειραι Euphor. 19, wie ϑρίξ Nonn. D. 36, 227; die Accentuation κονισαλέος ist falsch, es ist adj. zum Folgdn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κονῑσάλεος, richtiger als κονισσάλεος, bestaubt, staubig; δίφρος Antimach. 75; ἔϑειραι Euphor. 19, wie ϑρίξ Nonn. D. 36, 227; die Accentuation κονισαλέος ist falsch, es ist adj. zum Folgdn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κονισάλεος — κονισαλέος dusty masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονισαλέος — α, ο (Α κονισαλέος, α και η, ον) [κονίσαλος] γεμάτος σκόνη, σκονισμένος, κατασκονισμένος («κονισαλέην τρίχα σείων», Νόνν.) νεοελλ. συνεκδ. παλιός, λησμονημένος … Dictionary of Greek
κονισάλεον — κονισαλέος dusty masc acc sg κονισαλέος dusty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονισαλέην — κονισαλέος dusty fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονισαλέοιο — κονισαλέος dusty masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονισαλέῃσιν — κονισαλέος dusty fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)