κοβᾱλίκευμα

κοβᾱλίκευμα

κοβᾱλίκευμα, τό, = κοβαλεία; Ar. ἐν πανουργίᾳ τε καὶ ϑράσει καὶ κοβαλικεύμασι Equ. 332.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοβαλίκευμα — κοβαλίκευμα, τὸ (Α) [κοβαλικεύω] πανούργο τέχνασμα («θράσει καὶ κοβαλικεύμασιν», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • κοβαλικεύμασι — κοβᾱλικεύμασι , κοβαλίκευμα knavish trick neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοβαλικεύμασιν — κοβᾱλικεύμασιν , κοβαλίκευμα knavish trick neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”