- πτερύγωμα
πτερύγωμα, τό, Beflügelung. – Ein vorstehender Theil, bes. am Ohre und an der weiblichen Schaam, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτερύγωμα, τό, Beflügelung. – Ein vorstehender Theil, bes. am Ohre und an der weiblichen Schaam, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτερύγωμα — το, ΝΑ 1. το πτέρωμα, το σύνολο τών φτερών ενός πτηνού 2. περίστυλο ελληνικού ναού αρχ. 1. το πτερύγιο τού αφτιού 2. η διάταξη τών γραμμάτων κειμένου σε πάπυρο σε σχήμα φτερού 3. στον πληθ. τὰ πτερυγώματα τα σαρκώματα τού γυναικείου αιδοίου που… … Dictionary of Greek
πτερυγωμάτων — πτερύγωμα the wings neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερυγώμασι — πτερύγωμα the wings neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερυγώμασιν — πτερύγωμα the wings neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερυγώματα — πτερύγωμα the wings neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερυγώματος — πτερύγωμα the wings neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)