- κοίλωσις
κοίλωσις, ἡ, richtigere Lesart für κοιλίωσις Nicom. Harm. p. 172.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοίλωσις, ἡ, richtigere Lesart für κοιλίωσις Nicom. Harm. p. 172.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοίλωσις — κοίλωσις, ἡ (Α) [κοιλώ] η ενέργεια τού κοιλώ, η κοίλανση, το κοίλωμα … Dictionary of Greek