- γλίσχρασμα
γλίσχρασμα, τό, das Zähe, Schleimige, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλίσχρασμα, τό, das Zähe, Schleimige, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλίσχρασμα — gluten neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλίσχρασμα — το (Α γλίσχρασμα) [γλισχραίνομαι] παχύρρευστη φυτική ουσία ή παρασκεύασμα … Dictionary of Greek
γλισχρασματώδης — ες [γλίσχρασμα] αυτός που έχει σχέση με το γλίσχρασμα ή μοιάζει με γλίσχρασμα … Dictionary of Greek