κλέμμα — κλέμμα, τὸ (AM) [κλέπτω] αυτό που έχει κλαπεί, το κλεμμένο, το κλοπιμαίο («κλέμματα πλειόνων ἤ διακοσίων δραχμῶν», Στράβ.) αρχ. 1. κλοπή, κλεψιά («τὸ δὲ κλέμμ ἐμόν», Αριστοφ.) 2. στρατήγημα σε πόλεμο («τὰ κλέμματα ταῦτα καλλίστην δόξαν ἔχει»,… … Dictionary of Greek
κλέμμα — thing stolen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλέμμ' — κλέμμα , κλέμμα thing stolen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεμμάτων — κλέμμα thing stolen neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλέμμασι — κλέμμα thing stolen neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλέμμασιν — κλέμμα thing stolen neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλέμματα — κλέμμα thing stolen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλέμματι — κλέμμα thing stolen neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλέμματος — κλέμμα thing stolen neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
татьба — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. κλέμμα) кража, воровство (Исх. 22, 3). … … Словарь церковнославянского языка
κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… … Dictionary of Greek