κλάδιον

κλάδιον

κλάδιον, τό, dim. zu κλάδος, kleiner Zweig; Leon. Tar. 44 (IX, 78); Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλαδίον — κλαδάω shake pres part act masc voc sg (epic doric ionic) κλαδάω shake pres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic) κλαδέω pres part act masc voc sg (doric) κλαδέω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαδίοις — κλάδιον twig neut dat pl κλαδάω shake pres opt act 2nd sg (epic doric ionic) κλαδέω pres opt act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαδίοισι — κλάδιον twig neut dat pl (epic ionic aeolic) κλαδάω shake pres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) κλαδέω pres part act masc/neut dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαδί — το (AM κλαδίον, Μ και κλαδίν, Α και κλάδιον) νεοελλ. φρ. «δεν τόν αφήνει σε χλωρό κλαδί» τόν καταδιώκει συνεχώς ή δεν τόν αφήνει ήσυχο ούτε λεπτό νεοελλ. μσν. 1. κλάδος φυτού, βλαστός δέντρου ή θάμνου που εκφύεται από τον κορμό, κλώνος, κλωνάρι,… …   Dictionary of Greek

  • ακόνη — η (Α ἀκόνη) εργαλείο που χρησιμοποιείται για να ακονιστούν μαχαίρια, ψαλίδια κ.ά. κοφτερά εργαλεία, δηλαδή για να ξαναγίνει η κόψη τους κοφτερή αρχ. μεταφορικές χρήσεις «δόξαν ἔχω ἀκόνας λιγυρᾱς ἐπὶ γλώσσᾳ», παρακινούμαι να λέω (Πίνδ. Ολ. 6, 82)… …   Dictionary of Greek

  • κλάδος — (I) ο (AM κλάδος) βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλαδί, κλαρί, κλώνος («ἀπὸ δὲ τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους γῆν πᾱσαν ἐπισχεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός συνόλου (α. «η γεωμετρία είναι κλάδος τών μαθηματικών», β.… …   Dictionary of Greek

  • παγκ(λ)άδια — παγκ(λ)άδια, τὰ (Α) εορτή στη Ρόδο που τελούνταν κατά το κλάδεμα τού αμπελιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + κλάδιον (< κλάδος)] …   Dictionary of Greek

  • παρακλάδι — το / παρακλάδιον, ΝΜ νεοελλ. 1. μικρό κλαδί που ξεφυτρώνει από τις μασχάλες τών φύλλων, παραφυάδα, παραβλάστημα, παραβλάσταρο 2. μτφ. καθετί που αποσχίζεται από ένα σύνολο ή από μια ενότητα και αποτελεί ξεχωριστό τμήμα με σχετική ή απόλυτη… …   Dictionary of Greek

  • φουζικλάδιο — ή φουσικλάδιο, το, Ν 1. βοτ. κοσμοπολίτικο γένος ατελών μυκήτων που ανήκει στην τάξη υφομυκητώδη τής κλάσης υφομύκητες και περιλαμβάνει είδη με υφές πάνω στις οποίες αναπτύσσονται κονίδια και τα οποία αποτελούν τις αγενείς κονιδιακές μορφές τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”